- υψιποδισμός
- οβηματισμός του αλόγου, όπου τα πόδια του υψώνονται πέρα από το συνηθισμένο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
υψιποδισμός — και εσφ. τ. υψηποδισμός, ο, Ν βηματισμός αλόγου, κατά τον οποίο τα πόδια σηκώνονται ψηλά περισσότερο από το συνηθισμένο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + πους, ποδός + ισμός*. Ο τ. υψιποδισμός μαρτυρείται από το 1890 στον Γ. Ν. Πιλάβιο] … Dictionary of Greek
υψηποδισμός — ο, Ν (εσφ. γρφ.) βλ. υψιποδισμός … Dictionary of Greek
ύψι — Α επίρρ. (επικ. τ.) σε ύψος, ψηλά («Ζεὺς ἥμενος ὕψι κέλευεν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίρρ. ὕψι ανάγεται στο θ. ὑπ (IE *up) τών ὑπό*, ὑπέρ, ὕπ ατος*, και εμφανίζει δυσερμήνευτο συριστικό s (πρβλ. ἀπό: ἄψ, ὀψέ και τα λατ. sub: sustines) και επίθημα … Dictionary of Greek